αδικόβγαλμα

αδικόβγαλμα
το [αδικοβγάλλω]
άδικη κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδικοβγάζω — και βγάλλω και βγάνω και βγάλνω αποδίδω άδικα, ψευδώς, κατηγορία σε κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ, δυσφημίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + βγάζω ή βγάλλω ή βγάνω ή βγάλνω. ΠΑΡ. αδικόβγαλμα, αδικοβγάλτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”